- δημοπρασία
- Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται πλειοδοτική όταν επιδιώκεται η εξασφάλιση μεγαλύτερου δυνατού τιμήματος (ή μισθώματος κλπ.) και μειοδοτική στην αντίστροφη περίπτωση.
Οι διαδικασίες αυτές εφαρμόζονται κυρίως για τη σύναψη συμβάσεων μίσθωσης ή αγοραπωλησίας κυρίως σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις: όταν πρόκειται για αντικείμενα που ανήκουν σε ιδιώτες, οι οποίοι αναθέτουν την πώλησή τους σε ειδικευμένες επιχειρήσεις ή οργανώσεις (π.χ. πώληση αντικειμένων τέχνης στο Παρίσι από το Hôtel Drouot, στο Λονδίνο από τους οίκους Sotheby’s και Christie’s)· στις δικαστικές εκποιήσεις (για τις οποίες χρησιμοποιείται ειδικότερα ο όρος πλειστηριασμός), ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη· ως κανονικό μέσο κατά τη συνομολόγηση συμβάσεων του δημοσίου ή των ΝΠΔΔ. Έτσι, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, οι εκμισθώσεις των δημόσιων κτημάτων γίνονται κυρίως με δ. To ίδιο και οι εκποιήσεις κινητής περιουσίας του δημοσίου, όπως και οι διάφορες κρατικές προμήθειες, η ανάθεση εκτέλεσης δημόσιων έργων, κατασκευής δημόσιων κτιρίων κλπ. To δημόσιο χρησιμοποιεί συνήθως τη διαδικασία των ενσφραγίστων προσφορών, προβαίνει δηλαδή σε διακήρυξη –με την οποία καθορίζεται ή όχι η ανώτατη και η κατώτατη τιμή– και οι ενδιαφερόμενοι αποστέλλουν μέσα σε σφραγισμένους φακέλους την προσφορά τους. Μετά το άνοιγμα των φακέλων γίνεται σύγκριση μεταξύ των προσφορών και της προκαθορισμένης από το δημόσιο τιμής και το έργο ανατίθεται στον παριστάμενο με την καλύτερη προσφορά.
Οι μορφές της δ. είναι ποικίλες. Εκτός από τη μορφή των σφραγισμένων προσφορών, μπορεί να διεξαχθεί με την παρέμβαση ενός δημόσιου κήρυκα ο οποίος, με βάση μία κατώτερη προκαθορισμένη τιμή, σύμφωνα με τη διακήρυξη, δέχεται τις προσφορές και προβαίνει στην κατακύρωση υπέρ του υπερθεματιστή, δηλαδή εκείνου που προσφέρει το ανώτερο ή κατώτερο τίμημα (ανάλογα με το αν πρόκειται για πλειοδοσία ή για μειοδοσία). Η κατακύρωση έχει την έννοια αποδοχής της προσφοράς και ολοκληρώνεται με τη σύναψη της σύμβασης. Παραλλαγή αυτού του συστήματος είναι το ολλανδικό, στο οποίο οι προσφορές γίνονται από τον δημόσιο κήρυκα, που ξεκινά τη δ. με μία προσφορά ανωτάτου τιμήματος, το οποίο υποβιβάζει προοδευτικά ώσπου να συμφωνήσει ένας από τους συναγωνιζόμενους. Σε μία άλλη παραλλαγή της διαδικασίας, που εφαρμόζεται ιδίως σε δικαστικές εκποιήσεις, έπειτα από κάθε προσφορά ανάβουν τρία κεριά για περίπου ένα λεπτό· αν και το τρίτο κερί σβήσει προτού γίνει νέα προσφορά, η κατακύρωση γίνεται στον τελευταίο πλειοδότη ή μειοδότη.
Κατά τον Π.Κ. η παρακώλυση συναγωνισμού κατά τους δημόσιους πλειστηριασμούς (δ. γενικά) αποτελεί αξιόποινο αδίκημα και τιμωρείται με φυλάκιση.
* * *η1. η δημόσια εκποίηση πραγμάτων τα οποία τελικά δίνονται σε αυτόν που θα πλειοδοτήσει, που θα δώσει τα περισσότερα χρήματα2. «μειοδοτική δημοπρασία» — πράξη που διεξάγεται δημόσια και αφορά στην αγορά πράγματος ή στην ανάθεση έργου σε όποιον ορίσει τελικά τη φθηνότερη τιμή, ο μειοδοτικός διαγωνισμός3. «πλειοδοτική δημοπρασία» — αυτή με την οποία επιδιώκεται η μεγαλύτερη δυνατή προσφορά4. «μυστική δημοπρασία» — με τις προσφορές τών μειοδοτών ή τών πλειοδοτών μέσα σε σφραγισμένους φακέλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < δημοπράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].
Dictionary of Greek. 2013.